Του Γιώργου Δημ. Μόσχου
«ΜΕΣΗΜΕΡΙ ΤΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΥ, 16-2-08, στην παραλιακή οδό της Ηρώων Πολυτεχνείου Πατρών κι ενώ η ΕΜΥ προειδοποιεί για επιδείνωση καιρικών φαινομένων, δεν είναι μια συνηθισμένη ημέρα του Φλεβάρη. Πολύ περισσότερο που βρισκόμαστε στα μέσα του ψυχρότερου από τους μήνες του Χειμώνα. Το επισημαίνει άλλωστε, η ερήμωση του δρόμου που ανεμοδέρνεται από τον παγωμένο βοριά. Οι διαβάτες λιγοστοί, αλλά και τα κυκλοφορούντα οχήματα επίσης. Άλλη μια απόδειξη, ότι τα διατυμπανιζόμενα απ' όλα τα ΜΜΕ περί επικείμενης κακοκαιρίας, λαμβάνονται σοβαρά υπ' όψιν.
Εντούτοις, λίγα μέτρα πιο πάνω από το δρόμο, προς τη συμβολή του με τον ξεροπόταμο Μείλιχο και πίσω από τις καλαμιές της Τερψιθέας, δυο μακριές ουρές από δυστυχισμένες υπάρξεις νεαρών, σε πείσμα του τσουχτερού κρύου, περιμένουν στη σειρά υπομονετικά για ένα πιάτο φαγητό. Οι μορφές τους ασκητικές, μαυριδερές μου θυμίζουν κάτι από βιβλική τραγωδία, στην Ισπανία του Εμφυλίου το 1939, όπως αυτές που περιγράφει ο Ισπανός δημοσιογράφος Χάβιερ Θέρκας στους «Στρατιώτες της Σαλαμίνας».
Λίγο φαγητό είναι η προσδοκία αυτών των δυστυχισμένων, που διώχτηκαν σαν τα τρομαγμένα πουλιά από την πατρίδα τους, το Αφγανιστάν, η οποία μαστίζεται από τον εμφύλιο τριάντα χρόνια τώρα.
Η Επιτροπή των πολιτών που συμπαραστέκεται στο πρόβλημά τους, λίγες ημέρες πριν, όταν διοργάνωσε μαζί με τους διανοουμένους της Πάτρας την εκδήλωση συμπαράστασης στο Μέγαρο Λόγου και Τέχνης, ανακοίνωσε το μοίρασμα συσσιτίου και ρουχισμού στους ρακένδυτους Αφγανούς για το Σάββατο 16-2-2008, που ερχόταν. Και τούτο ήταν μια σπουδαία είδηση που κυκλοφόρησε αστραπιαία στον καταυλισμό.
Η ανταπόκριση ευαισθητοποιημένων Πατρινών ήταν συγκινητική. Με κάθε τρόπο εκδήλωσαν την αλληλεγγύη τους. Αλλά και έλαβαν τις ευχαριστίες αυτών των νεαρών, που μόνον αυτοί ήξεραν τι σημαίνει στον καταυλισμό τους αυτή η επίσκεψη. «Ευχαριστώ μπαμπά», «καλό μαμά» ήσαν μερικές μόνον από τις ευχαριστίες τους, που προφέρονταν σε σπαστά ελληνικά.
Αυτά τα παιδιά περπάτησαν χιλιάδες χιλιόμετρα, κυνηγώντας το όνειρο για μια καλλίτερη ζωή. Αυτό το όνειρο που κάποιοι επικεφαλής από την Τοπική μας Αυτοδιοίκηση, μέτρησαν το βάρος του σε ψήφους. Το έκαναν κιόλας πανώ. «Το όνειρο του μετανάστη να μη γίνει εφιάλτης για την πόλη». Αλίμονο. Το λένε άνθρωποι ανιστόρητοι. Που αν και δεν γεννήθηκαν σε αυτή την πόλη, τουλάχιστον δεν φρόντισαν να μάθουν την ιστορία της. Για την διάσταση γηγενών Πατρινών και επιλήδων που εισέβαλαν στην, μόλις απελευθερωθείσα, Πάτρα από τον τουρκικό ζυγό το 1828. Για τη «Διάσταση αυτόχθονων και ετερόχθονων στη μετεπαναστατική Πάτρα» από το 1828 έως το 1850, με επίμαχο αντικείμενο την κατάληψη θέσης του Δημοσίου, όπως λίγο-πολύ το περιγράφει ο Πατρινός ιστορικός Χρ. Μούλιας, στο ομώνυμο βιβλίο του.
Και ως μη όφειλαν, συναίνεσαν στο πογκρόμ αστυνομικής δίωξης, το οποίο μας εξέθεσε διεθνώς ως πόλη, μέσω της διαμαρτυρίας της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ, αλλά και του Συνηγόρου του Πολίτη, μιας από τις δέκα ανεξάρτητες Αρχές, που σε έγγραφό της στις 5-2-2008, επισημαίνει για τις συνθήκες που επικρατούν στον καταυλισμό πως λαμβάνουν «διαστάσεις ανθρωπιστικής κρίσης».
Μάλιστα με αυτό το έγγραφο συνιστάται στην ΕΛΑΣ αποχή από οποιαδήποτε ενέργεια απομάκρυνσης των προσφύγων από τον καταυλισμό, αλλά και προς το Δήμο Πατρέων και τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αχαϊας υπενθυμίζει την υποχρέωσή τους για καταγραφή των διαβιούντων σε αυτόν με σκοπό την «παροχή της κατάλληλης προστασίας και φροντίδας που προβλέπεται από το Εθνικό, το Ευρωπαϊκό και το Διεθνές Δίκαιο».
Με αυτές τις σκέψεις βρέθηκα στον καταυλισμό το περασμένο Σαββάτο, μαζί με πολλούς άλλους πολίτες. Οι λέξεις δεν φτάνουν για να περιγράψει κάποιος την τραγωδία που συντελείται εκεί. Δεν αρκούν για να αποκαλυφθεί το δράμα που εξελίσσεται μπροστά στα μάτια της πατραϊκής κοινωνίας. Άτομα νεαρής ηλικίας, ημίγυμνα καταμεσής του Χειμώνα να ικετεύουν για ένα ρούχο, προκειμένου να προφυλαχθούν από το δριμύ ψύχος. Πολλοί ακόμη είναι ντυμένοι με καλοκαιρινά και στα πόδια τους φορούν πλαστικά πέδιλα ή σαγιονάρες, απομεινάρια του περασμένου καλοκαιριού. Γύρω στις εφτακόσιες ψυχές, από τις οποίες τουλάχιστον διακόσιες ανηλίκων, στεγάζονται σε αυτοσχέδια παραπήγματα από ναϋλον και ο ύπνος γίνεται καταγής στο τσαντήρι, ενώ καλώδια ηλεκτρικά επικρέμονται ως απειλή πάνω από τα κεφάλια τους. Στην στέγη μάλιστα, ενός από αυτά προβάλλει ηλεκτρονικό πιάτο τηλεόρασης. Φαντάζει τραγική ειρωνεία η σύζευξη σύγχρονης τεχνολογίας και απέραντης εξαθλίωσης!
Και αφού οι άνθρωποι τους έχουν εγκαταλείψει στρέφονται προς το Θεό. Στερνή ελπίδα, σε τέτοιες ώρες, η πίστη στο υπερκόσμιο, όποιο και αν είναι αυτό! Στη μέση του καταυλισμού ένα ευρύχωρο παράπηγμα στεγάζει τον λατρευτικό τους χώρο. Το υποδηλώνει η εξωτερική γραφή με τα αραβικά στοιχεία, αλλά και το εσωτερικό που κοσμείται λιτά με ένα τραπεζάκι σε μια γωνία, πάνω στο οποίο είναι τοποθετημένα αντικείμενα λατρείας του Θεού τους.
Πιο πέρα όμως, καμιά πενηνταριά νέοι, απομονωμένοι στη βόρια άκρη, έξω από τον καταυλισμό, δεν δικαιούνται να ελπίζουν ούτε καν στον Θεό τους, τελευταίο απάνεμο λιμάνι στην Οδύσσειά τους. Ζουν μισόγυμνοι και ξέσκεποι, τελείως στο ύπαιθρο. Χωρίς καν κι αυτή την μπαράκα από νάυλον! Προσβεβλημένοι από ασθένειες, ψώρα κ.ά. λόγω έλλειψης καθαριότητας, ζουν απομονωμένοι στην καραντίνα, σαν τους λεπρούς της Σπιναλόγκας του Μεσοπολέμου, θυμίζοντας ευαγγελικές εικόνες της Μ. Εβδομάδας από την επίσκεψη του δικού μας Θεϊκού Συμβόλου στη χαράδρα με τις σπηλιές των λεπρών. Τυλιγμένοι με μια κουβέρτα, όλο το εικοσιτετράωρο, αντιστέκονται μέρα νύχτα στον ψυχρό Χειμώνα, καθισμένοι ανακούρκουδα και περιμένοντας στωικά την σωτηρία που αργεί να έρθει. Κι όμως, αν είχαν τουλάχιστον λίγο νερό. Κυκλοφόρησε μάλιστα η είδηση, ότι προ ημερών κάποιος προσέφερε δυο τόνους καυσόξυλα, αλλά αυτοί οι νέοι δεν φαίνεται να διατηρούν από αυτά μερίδιο σήμερα. (Σ.σ: H αξιέπαινη αυτή πράξη, εκ των υστέρων έμαθα από τον προμηθευτή των καυσόξυλων, πως ανήκει στο σχολείο Καστριτσίου, των καθηγητών του Πανεπιστημίου).
Κάποιος νεαρός από αυτούς, πιο κει, όρθιος και με γυμνό σώμα από τη μέση και πάνω, πλένεται με μια μπικιόνα νερό που ζέσταινε, δίπλα του, με κλαριά, σε μια αυτοσχέδια υπαίθρια φουφού από τενεκέ λαδιού. Πόσοι άραγε έχουν τη δύναμη να το κάνουν αυτό χειμωνιάτικα;
«Δεν ζητάμε τίποτε παραπάνω, από αυτό που άλλες ευρωπαϊκές χώρες προσφέρουν σε ανθρώπους σαν εμάς» μου λέει ένας από τους πρόσφυγες. Και εξηγεί: «Εάν μας δώσουν πολιτικό άσυλο, θα μπορέσουμε κι εμείς να γίνουμε νόμιμοι. Να πάμε στην Ευρώπη και να συναντήσουμε τους δικούς μας. Τώρα δεν τολμάμε να βγούμε από δω μέσα. Θα μας πιάσει η Αστυνομία, θα μας ζητήσει χαρτιά και τότε.».
Ο ισχυρισμός του Αλή επαληθεύτηκε λίγες ώρες αργότερα, όταν σε πιέσεις που δέχτηκε η Πολιτεία, ο Ερυθρός Σταυρός αναζήτησε τους ανήλικους για να τους στεγάσει προσωρινά σε ξενοδοχεία της Πάτρας, μέχρι να περάσει το κύμα παγωνιάς που χτύπησε τη χώρα. Μόνον ενενήντα εννέα, από τους περίπου διακόσιους καταγραμμένους, προσήλθαν. Ο φόβος ότι οι υποσχέσεις μπορεί να είναι μια άλλη εκδοχή της αστυνομικής σκούπας (τι ντροπή, σκούπα σε ανθρώπους!) τους απέτρεψε, ώστε να διεκδικήσουν αυτό που δικαιούνται.
Ο Αλή έχει να δει τους δικούς του δώδεκα χρόνια. Έφυγε παιδί από το Αφγανιστάν για να μη σκοτωθεί στον Εμφύλιο που άνοιξε στη χώρα του η επέμβαση των σοβιετικών στρατευμάτων, που στήριξαν το στρατιωτικό καθεστώς. Οι αντάρτες Ταλιμπάν με τη βοήθεια των Αμερικανών αντέδρασαν. Για να γλυτώσει περιπλανήθηκε επί οκτώ χρόνια διαδοχικά στο βόρειο Ιράκ, το Ιράν, τη Συρία, το Ντουμπάι, το Λίβανο, την Τουρκία και επί τέσσερα χρόνια τώρα περιφέρεται στην Ελλάδα, αναζητώντας διέξοδο πέρα απ' τα κάγκελα του λιμανιού μας, όπως τόσοι άλλοι συμπατριώτες του.
Με τα σχετικά καλά ελληνικά, που έμαθε στο διάστημα της εδώ παρουσίας του, με πληροφορεί: «Μας επισκέπτονται πότε-πότε κάποιοι συμπατριώτες μου, από την Ιταλία. Πήραν διαβατήρια από κει και έρχονται εδώ, χωρίς να φοβούνται πως θα συλληφθούν. Στην Ελλάδα είναι αλλιώς».
Η διανομή συνεχίζεται και δίπλα μου ένας ρακένδυτος νέος, σωστός Γιάνης Αγιάνης, στη θέα ενός δέματος ρούχων πλησιάζει σχεδόν ικετεύοντας. Πιάνει με τα δάχτυλά του, το καλοκαιρινό τζιν πουκάμισο που φοράει κατάσαρκα, για να δείξει τη γύμνια του. Ένα ζεστό χειμωνιάτικο μπουφάν θα ήταν δώρο Θεού γιαυτόν. Και ας μην ήταν του δικού του Θεού. Ατύχησε, επρόκειτο μόνον για μερικές κουβέρτες, που αμέσως κατευθύνθηκαν στους αρρώστους της καραντίνας.
Πιο κει, ένα παιδί γύρω στα δώδεκα, τραβά την προσοχή μου. Παίζει με ένα τόπι, μαζί με κάποιους λίγο μεγαλύτερούς του, στο κέντρο του καταυλισμού, ενώ γύρω καθισμένοι σε κάποιους πάγκους από τάβλες οι μεγαλύτεροι ξεγελούν την πείνα τους με την ξηρά τροφή που εξασφάλισαν. Οι άθλιοι του Βίκτωρος Ουγκώ ξαναζωντανεύουν. Κάποια Πατρινή κυρία το πλησιάζει, το καλεί παράμερα και μετά από σύντομη συνομιλία μαζί του, στη νοηματική γλώσσα, του προσφέρει το κινητό της. Για να επικοινωνεί με τους δικούς του. Το χαμόγελο του μικρού παιδιού ανθίζει στα χείλη του. Τα μάτια του ανοίγουν διάπλατα από τη χαρά. Η ευαισθησία της μάνας, θα συμφωνήστε. Θα ζουν άραγε οι γονείς του; Ευχαριστεί και τρέχει να διαδώσει το νέο. Τι αξία μπορεί να έχει ένα κινητό μπροστά στη χαρά που πήρε ένα στερημένο παιδί;
Κι όμως, το ΠΔ 220/07 ορίζει ρητά πως οι ανήλικοι, ανεξαρτήτου υπηκοότητας, πρέπει να προστατεύονται από την Πολιτεία. Και ας μην έχουν υποβάλλει αίτηση ασύλου.
Σκέφτομαι ότι επί δημοτικής Αρχής Καράβολα είχαν ξεκινήσει κάποιες διαδικασίες για παροχή βασικών αναγκαίων αγαθών στους πρόσφυγες που ζουν στην πόλη μας. Η τοπική Εκκλησία, ο Κοινωνικός Τομέας του Δήμου, και άλλοι προσέφεραν την υποστήριξή τους. Σήμερα, απορώ, πως φτάσαμε σε αυτή την ντροπή για την πόλη μας; Τέτοια αναλγησία πια; Παρηγοριά είναι ότι τουλάχιστον οι άνθρωποι του Πολιτισμού, το πνευματικό δυναμικό της Πάτρας μας, ύψωσε φωνή διαμαρτυρίας ενάντια σε αυτούς που καλλιεργούν την καταισχύνη. Τα βίντεο που τραβήχτηκαν σε λίγο καιρό θα προβληθούν στο Ιντερνέτ και τότε.; Νέος διεθνής διασυρμός μας περιμένει!
Αναρωτιέμαι, πόσες μερίδες φαγητό, που περισσεύουν καθημερινά από τα νοσοκομεία μας και το ΚΕΤχ, πετάγονται στα σκουπίδια; Ίσως θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν σωστά εάν υπήρχε και η σχετική κατεύθυνση από το Δήμο Πατρέων και τη Νομαρχία Αχαϊας, σκεφτόμουν αποχωρώντας από τον καταυλισμό, ενώ το σούρουπο που έπεφτε προϊδέαζε για την παγωμένη νύχτα που ακολούθησε. Ο χιονιάς άπλωνε τα φτερά του πάνω στις δυστυχισμένες υπάρξεις. Πώς να ξενύχτησαν άραγε αυτές οι ψυχές; Ποιος έχει το θάρρος να τους ρωτήσει χωρίς να ντραπεί; Ποιος τα έχει καλά με τη συνείδησή του;».
_____________________
Υστερόγραφο:
Σήμερα Δεκέμβρης του 2008, ακριβώς δέκα μήνες από τότε, τα πράγματα βρίσκονται στην ίδια κατάσταση. ΣΑΝ ΝΑ ΜΗΝ ΚΥΛΙΣΕ ΟΥΤΕ ΜΙΑ ΜΕΡΑ!
Εντούτοις, λίγα μέτρα πιο πάνω από το δρόμο, προς τη συμβολή του με τον ξεροπόταμο Μείλιχο και πίσω από τις καλαμιές της Τερψιθέας, δυο μακριές ουρές από δυστυχισμένες υπάρξεις νεαρών, σε πείσμα του τσουχτερού κρύου, περιμένουν στη σειρά υπομονετικά για ένα πιάτο φαγητό. Οι μορφές τους ασκητικές, μαυριδερές μου θυμίζουν κάτι από βιβλική τραγωδία, στην Ισπανία του Εμφυλίου το 1939, όπως αυτές που περιγράφει ο Ισπανός δημοσιογράφος Χάβιερ Θέρκας στους «Στρατιώτες της Σαλαμίνας».
Λίγο φαγητό είναι η προσδοκία αυτών των δυστυχισμένων, που διώχτηκαν σαν τα τρομαγμένα πουλιά από την πατρίδα τους, το Αφγανιστάν, η οποία μαστίζεται από τον εμφύλιο τριάντα χρόνια τώρα.
Η Επιτροπή των πολιτών που συμπαραστέκεται στο πρόβλημά τους, λίγες ημέρες πριν, όταν διοργάνωσε μαζί με τους διανοουμένους της Πάτρας την εκδήλωση συμπαράστασης στο Μέγαρο Λόγου και Τέχνης, ανακοίνωσε το μοίρασμα συσσιτίου και ρουχισμού στους ρακένδυτους Αφγανούς για το Σάββατο 16-2-2008, που ερχόταν. Και τούτο ήταν μια σπουδαία είδηση που κυκλοφόρησε αστραπιαία στον καταυλισμό.
Η ανταπόκριση ευαισθητοποιημένων Πατρινών ήταν συγκινητική. Με κάθε τρόπο εκδήλωσαν την αλληλεγγύη τους. Αλλά και έλαβαν τις ευχαριστίες αυτών των νεαρών, που μόνον αυτοί ήξεραν τι σημαίνει στον καταυλισμό τους αυτή η επίσκεψη. «Ευχαριστώ μπαμπά», «καλό μαμά» ήσαν μερικές μόνον από τις ευχαριστίες τους, που προφέρονταν σε σπαστά ελληνικά.
Αυτά τα παιδιά περπάτησαν χιλιάδες χιλιόμετρα, κυνηγώντας το όνειρο για μια καλλίτερη ζωή. Αυτό το όνειρο που κάποιοι επικεφαλής από την Τοπική μας Αυτοδιοίκηση, μέτρησαν το βάρος του σε ψήφους. Το έκαναν κιόλας πανώ. «Το όνειρο του μετανάστη να μη γίνει εφιάλτης για την πόλη». Αλίμονο. Το λένε άνθρωποι ανιστόρητοι. Που αν και δεν γεννήθηκαν σε αυτή την πόλη, τουλάχιστον δεν φρόντισαν να μάθουν την ιστορία της. Για την διάσταση γηγενών Πατρινών και επιλήδων που εισέβαλαν στην, μόλις απελευθερωθείσα, Πάτρα από τον τουρκικό ζυγό το 1828. Για τη «Διάσταση αυτόχθονων και ετερόχθονων στη μετεπαναστατική Πάτρα» από το 1828 έως το 1850, με επίμαχο αντικείμενο την κατάληψη θέσης του Δημοσίου, όπως λίγο-πολύ το περιγράφει ο Πατρινός ιστορικός Χρ. Μούλιας, στο ομώνυμο βιβλίο του.
Και ως μη όφειλαν, συναίνεσαν στο πογκρόμ αστυνομικής δίωξης, το οποίο μας εξέθεσε διεθνώς ως πόλη, μέσω της διαμαρτυρίας της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ, αλλά και του Συνηγόρου του Πολίτη, μιας από τις δέκα ανεξάρτητες Αρχές, που σε έγγραφό της στις 5-2-2008, επισημαίνει για τις συνθήκες που επικρατούν στον καταυλισμό πως λαμβάνουν «διαστάσεις ανθρωπιστικής κρίσης».
Μάλιστα με αυτό το έγγραφο συνιστάται στην ΕΛΑΣ αποχή από οποιαδήποτε ενέργεια απομάκρυνσης των προσφύγων από τον καταυλισμό, αλλά και προς το Δήμο Πατρέων και τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αχαϊας υπενθυμίζει την υποχρέωσή τους για καταγραφή των διαβιούντων σε αυτόν με σκοπό την «παροχή της κατάλληλης προστασίας και φροντίδας που προβλέπεται από το Εθνικό, το Ευρωπαϊκό και το Διεθνές Δίκαιο».
Με αυτές τις σκέψεις βρέθηκα στον καταυλισμό το περασμένο Σαββάτο, μαζί με πολλούς άλλους πολίτες. Οι λέξεις δεν φτάνουν για να περιγράψει κάποιος την τραγωδία που συντελείται εκεί. Δεν αρκούν για να αποκαλυφθεί το δράμα που εξελίσσεται μπροστά στα μάτια της πατραϊκής κοινωνίας. Άτομα νεαρής ηλικίας, ημίγυμνα καταμεσής του Χειμώνα να ικετεύουν για ένα ρούχο, προκειμένου να προφυλαχθούν από το δριμύ ψύχος. Πολλοί ακόμη είναι ντυμένοι με καλοκαιρινά και στα πόδια τους φορούν πλαστικά πέδιλα ή σαγιονάρες, απομεινάρια του περασμένου καλοκαιριού. Γύρω στις εφτακόσιες ψυχές, από τις οποίες τουλάχιστον διακόσιες ανηλίκων, στεγάζονται σε αυτοσχέδια παραπήγματα από ναϋλον και ο ύπνος γίνεται καταγής στο τσαντήρι, ενώ καλώδια ηλεκτρικά επικρέμονται ως απειλή πάνω από τα κεφάλια τους. Στην στέγη μάλιστα, ενός από αυτά προβάλλει ηλεκτρονικό πιάτο τηλεόρασης. Φαντάζει τραγική ειρωνεία η σύζευξη σύγχρονης τεχνολογίας και απέραντης εξαθλίωσης!
Και αφού οι άνθρωποι τους έχουν εγκαταλείψει στρέφονται προς το Θεό. Στερνή ελπίδα, σε τέτοιες ώρες, η πίστη στο υπερκόσμιο, όποιο και αν είναι αυτό! Στη μέση του καταυλισμού ένα ευρύχωρο παράπηγμα στεγάζει τον λατρευτικό τους χώρο. Το υποδηλώνει η εξωτερική γραφή με τα αραβικά στοιχεία, αλλά και το εσωτερικό που κοσμείται λιτά με ένα τραπεζάκι σε μια γωνία, πάνω στο οποίο είναι τοποθετημένα αντικείμενα λατρείας του Θεού τους.
Πιο πέρα όμως, καμιά πενηνταριά νέοι, απομονωμένοι στη βόρια άκρη, έξω από τον καταυλισμό, δεν δικαιούνται να ελπίζουν ούτε καν στον Θεό τους, τελευταίο απάνεμο λιμάνι στην Οδύσσειά τους. Ζουν μισόγυμνοι και ξέσκεποι, τελείως στο ύπαιθρο. Χωρίς καν κι αυτή την μπαράκα από νάυλον! Προσβεβλημένοι από ασθένειες, ψώρα κ.ά. λόγω έλλειψης καθαριότητας, ζουν απομονωμένοι στην καραντίνα, σαν τους λεπρούς της Σπιναλόγκας του Μεσοπολέμου, θυμίζοντας ευαγγελικές εικόνες της Μ. Εβδομάδας από την επίσκεψη του δικού μας Θεϊκού Συμβόλου στη χαράδρα με τις σπηλιές των λεπρών. Τυλιγμένοι με μια κουβέρτα, όλο το εικοσιτετράωρο, αντιστέκονται μέρα νύχτα στον ψυχρό Χειμώνα, καθισμένοι ανακούρκουδα και περιμένοντας στωικά την σωτηρία που αργεί να έρθει. Κι όμως, αν είχαν τουλάχιστον λίγο νερό. Κυκλοφόρησε μάλιστα η είδηση, ότι προ ημερών κάποιος προσέφερε δυο τόνους καυσόξυλα, αλλά αυτοί οι νέοι δεν φαίνεται να διατηρούν από αυτά μερίδιο σήμερα. (Σ.σ: H αξιέπαινη αυτή πράξη, εκ των υστέρων έμαθα από τον προμηθευτή των καυσόξυλων, πως ανήκει στο σχολείο Καστριτσίου, των καθηγητών του Πανεπιστημίου).
Κάποιος νεαρός από αυτούς, πιο κει, όρθιος και με γυμνό σώμα από τη μέση και πάνω, πλένεται με μια μπικιόνα νερό που ζέσταινε, δίπλα του, με κλαριά, σε μια αυτοσχέδια υπαίθρια φουφού από τενεκέ λαδιού. Πόσοι άραγε έχουν τη δύναμη να το κάνουν αυτό χειμωνιάτικα;
«Δεν ζητάμε τίποτε παραπάνω, από αυτό που άλλες ευρωπαϊκές χώρες προσφέρουν σε ανθρώπους σαν εμάς» μου λέει ένας από τους πρόσφυγες. Και εξηγεί: «Εάν μας δώσουν πολιτικό άσυλο, θα μπορέσουμε κι εμείς να γίνουμε νόμιμοι. Να πάμε στην Ευρώπη και να συναντήσουμε τους δικούς μας. Τώρα δεν τολμάμε να βγούμε από δω μέσα. Θα μας πιάσει η Αστυνομία, θα μας ζητήσει χαρτιά και τότε.».
Ο ισχυρισμός του Αλή επαληθεύτηκε λίγες ώρες αργότερα, όταν σε πιέσεις που δέχτηκε η Πολιτεία, ο Ερυθρός Σταυρός αναζήτησε τους ανήλικους για να τους στεγάσει προσωρινά σε ξενοδοχεία της Πάτρας, μέχρι να περάσει το κύμα παγωνιάς που χτύπησε τη χώρα. Μόνον ενενήντα εννέα, από τους περίπου διακόσιους καταγραμμένους, προσήλθαν. Ο φόβος ότι οι υποσχέσεις μπορεί να είναι μια άλλη εκδοχή της αστυνομικής σκούπας (τι ντροπή, σκούπα σε ανθρώπους!) τους απέτρεψε, ώστε να διεκδικήσουν αυτό που δικαιούνται.
Ο Αλή έχει να δει τους δικούς του δώδεκα χρόνια. Έφυγε παιδί από το Αφγανιστάν για να μη σκοτωθεί στον Εμφύλιο που άνοιξε στη χώρα του η επέμβαση των σοβιετικών στρατευμάτων, που στήριξαν το στρατιωτικό καθεστώς. Οι αντάρτες Ταλιμπάν με τη βοήθεια των Αμερικανών αντέδρασαν. Για να γλυτώσει περιπλανήθηκε επί οκτώ χρόνια διαδοχικά στο βόρειο Ιράκ, το Ιράν, τη Συρία, το Ντουμπάι, το Λίβανο, την Τουρκία και επί τέσσερα χρόνια τώρα περιφέρεται στην Ελλάδα, αναζητώντας διέξοδο πέρα απ' τα κάγκελα του λιμανιού μας, όπως τόσοι άλλοι συμπατριώτες του.
Με τα σχετικά καλά ελληνικά, που έμαθε στο διάστημα της εδώ παρουσίας του, με πληροφορεί: «Μας επισκέπτονται πότε-πότε κάποιοι συμπατριώτες μου, από την Ιταλία. Πήραν διαβατήρια από κει και έρχονται εδώ, χωρίς να φοβούνται πως θα συλληφθούν. Στην Ελλάδα είναι αλλιώς».
Η διανομή συνεχίζεται και δίπλα μου ένας ρακένδυτος νέος, σωστός Γιάνης Αγιάνης, στη θέα ενός δέματος ρούχων πλησιάζει σχεδόν ικετεύοντας. Πιάνει με τα δάχτυλά του, το καλοκαιρινό τζιν πουκάμισο που φοράει κατάσαρκα, για να δείξει τη γύμνια του. Ένα ζεστό χειμωνιάτικο μπουφάν θα ήταν δώρο Θεού γιαυτόν. Και ας μην ήταν του δικού του Θεού. Ατύχησε, επρόκειτο μόνον για μερικές κουβέρτες, που αμέσως κατευθύνθηκαν στους αρρώστους της καραντίνας.
Πιο κει, ένα παιδί γύρω στα δώδεκα, τραβά την προσοχή μου. Παίζει με ένα τόπι, μαζί με κάποιους λίγο μεγαλύτερούς του, στο κέντρο του καταυλισμού, ενώ γύρω καθισμένοι σε κάποιους πάγκους από τάβλες οι μεγαλύτεροι ξεγελούν την πείνα τους με την ξηρά τροφή που εξασφάλισαν. Οι άθλιοι του Βίκτωρος Ουγκώ ξαναζωντανεύουν. Κάποια Πατρινή κυρία το πλησιάζει, το καλεί παράμερα και μετά από σύντομη συνομιλία μαζί του, στη νοηματική γλώσσα, του προσφέρει το κινητό της. Για να επικοινωνεί με τους δικούς του. Το χαμόγελο του μικρού παιδιού ανθίζει στα χείλη του. Τα μάτια του ανοίγουν διάπλατα από τη χαρά. Η ευαισθησία της μάνας, θα συμφωνήστε. Θα ζουν άραγε οι γονείς του; Ευχαριστεί και τρέχει να διαδώσει το νέο. Τι αξία μπορεί να έχει ένα κινητό μπροστά στη χαρά που πήρε ένα στερημένο παιδί;
Κι όμως, το ΠΔ 220/07 ορίζει ρητά πως οι ανήλικοι, ανεξαρτήτου υπηκοότητας, πρέπει να προστατεύονται από την Πολιτεία. Και ας μην έχουν υποβάλλει αίτηση ασύλου.
Σκέφτομαι ότι επί δημοτικής Αρχής Καράβολα είχαν ξεκινήσει κάποιες διαδικασίες για παροχή βασικών αναγκαίων αγαθών στους πρόσφυγες που ζουν στην πόλη μας. Η τοπική Εκκλησία, ο Κοινωνικός Τομέας του Δήμου, και άλλοι προσέφεραν την υποστήριξή τους. Σήμερα, απορώ, πως φτάσαμε σε αυτή την ντροπή για την πόλη μας; Τέτοια αναλγησία πια; Παρηγοριά είναι ότι τουλάχιστον οι άνθρωποι του Πολιτισμού, το πνευματικό δυναμικό της Πάτρας μας, ύψωσε φωνή διαμαρτυρίας ενάντια σε αυτούς που καλλιεργούν την καταισχύνη. Τα βίντεο που τραβήχτηκαν σε λίγο καιρό θα προβληθούν στο Ιντερνέτ και τότε.; Νέος διεθνής διασυρμός μας περιμένει!
Αναρωτιέμαι, πόσες μερίδες φαγητό, που περισσεύουν καθημερινά από τα νοσοκομεία μας και το ΚΕΤχ, πετάγονται στα σκουπίδια; Ίσως θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν σωστά εάν υπήρχε και η σχετική κατεύθυνση από το Δήμο Πατρέων και τη Νομαρχία Αχαϊας, σκεφτόμουν αποχωρώντας από τον καταυλισμό, ενώ το σούρουπο που έπεφτε προϊδέαζε για την παγωμένη νύχτα που ακολούθησε. Ο χιονιάς άπλωνε τα φτερά του πάνω στις δυστυχισμένες υπάρξεις. Πώς να ξενύχτησαν άραγε αυτές οι ψυχές; Ποιος έχει το θάρρος να τους ρωτήσει χωρίς να ντραπεί; Ποιος τα έχει καλά με τη συνείδησή του;».
_____________________
Υστερόγραφο:
Σήμερα Δεκέμβρης του 2008, ακριβώς δέκα μήνες από τότε, τα πράγματα βρίσκονται στην ίδια κατάσταση. ΣΑΝ ΝΑ ΜΗΝ ΚΥΛΙΣΕ ΟΥΤΕ ΜΙΑ ΜΕΡΑ!