ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ ΚΑΙ ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ ΔΕΚΕΜΒΡΗ

του Γιώργου Μανιάτη


Oι μετανάστες και οι μετανάστριες είναι το τμήμα της κοινωνίας που υφίσταται στο μεγαλύτερο βαθμό την αστυνομική αυθαιρεσία και βία, ή, σωστότερα, είναι εκείνοι στων οποίων το σώμα έχει εγκαθιδρυθεί τις δύο τελευταίες δεκαετίες το καθεστώς βίας και αυθαιρεσίας που όλοι σήμερα ομολογούν ότι επικρατεί στην ελληνική αστυνομία. Στα σύνορα, στα κέντρα κράτησης και τα αστυνομικά τμήματα, αλλά και στους δρόμους των πόλεων, στις εξακριβώσεις στοιχείων, στις επιχειρήσεις-σκούπα και στις ουρές στα τμήματα αλλοδαπών, συστηματικά ποδοπατείται η αξιοπρέπεια και απαξιώνεται η ζωή των μεταναστών-ριών. Είναι εκεί όπου η ρατσιστική, σεξιστική και σαδιστική νοοτροπία που διέκρινε ιστορικά τα σώματα ασφαλείας επανέρχεται και επιβάλλεται σε μαζική κλίμακα, απενοχοποιημένη και κοινωνικά νομιμοποιημένη, για να εξυπηρετήσει το στόχο της «καταπολέμησης της λαθρομετανάστευσης». Και, βεβαίως, δεν πρόκειται για ζήτημα ελλιπούς εκπαίδευσης, επίορκων και όσα άλλα. Η αστυνομική βία βρίσκεται στον πυρήνα της πολιτικής αποτροπής της μετανάστευσης, ως παραδειγματική βία (για την «αποθάρρυνση» όπως λέγεται των «λαθρομεταναστών») και διατρέχει όλο το «αποκαθαρμένο» και πολιτικώς ορθό λεξιλόγιο: έλεγχος, απώθηση, επαναπροώθηση, υποδοχή…

Από αυτή τη σκοπιά η εκτέλεση του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου μπορεί να ειδωθεί δεμένη σε μια αλυσίδα ατιμώρητων αστυνομικών εγκλημάτων σε βάρος των «άλλων», των «χωρίς χαρτιά», εκείνων που εξαιρούνται από τα δικαιώματα. Επίσης, κατά αυτόν τον τρόπο μπορεί να ερμηνευτεί η μαζική συμμετοχή μεταναστών, ιδιαίτερα των νέων, σε όλες τις εκφάνσεις της εξέγερσης του Δεκέμβρη. Πρόκειται για ένα στοιχείο που γενικά εκλαμβάνεται ως νέο και έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς η χωρίς προηγούμενο ένταση και διάρκεια των συγκρούσεων φάνηκε ότι έφερε κάτι από τις μητροπολιτικές εξεγέρσεις, από τα βίαια ξεσπάσματα των αποκλεισμένων μειονοτήτων και μεταναστών και ομολογουμένως δημιούργησε συνειρμούς με το Λος Άντζελες ’92 και ακόμη περισσότερο με τα παρισινά προάστια το 2005.

Βεβαία, τέτοιοι συνειρμοί ενέχουν πάντα τον κίνδυνο να οδηγήσουν σε απλοποιήσεις, επιφανειακές αντιστοιχίες και εύκολες ταυτίσεις. Σε αντίθεση με τη νεολαία των προαστίων που επιτιθόταν στις μαθητικές διαδηλώσεις των «λευκών», εδώ η μεταναστευτική νεολαία, η «δεύτερη γενιά» μεταναστών, υπήρξε αναπόσπαστο κομμάτι της εξεγερμένης νεολαίας, της μαθητικής, της οργισμένης και ενίοτε άγριας. Η εξέγερση του Δεκέμβρη δεν χαρακτηρίστηκε από εθνικούς και ταξικούς διαχωρισμούς, καθορίστηκε από την πολυμορφία στη δράση και κυρίως στην ορμή και αυθορμητισμό των μαθητών, ενώ είχε εξαρχής την υποστήριξη ευρύτερων τμημάτων της κοινωνίας.

Παρ’ όλα αυτά τα ΜΜΕ επιχείρησαν από την πρώτη στιγμή να διαχωρίσουν τους μετανάστες με αφορμή τις συλλήψεις για κλοπές από τις σπασμένες βιτρίνες. Το «πλιάτσικο» και επίσης οι «λεηλασίες», με τις προφανείς πολεμικές τους συνδηλώσεις, δημιούργησαν μια ισχυρή στερεοτυπική εικόνα: οι ξένοι ως όχλος λεηλατούν και πλιατσικολογούν τις περιουσίες μας. Κατά αυτόν τον τρόπο ένα δευτερεύουσας σημασίας επακόλουθο των εκτεταμένων επεισοδίων που σχετίζεται με την παραβατικότητα της φτώχιας αναδείχθηκε σε μείζον ζήτημα και χρεώθηκε εξολοκλήρου στους μετανάστες.

Αυτό που έχει σημασία εδώ δεν είναι το γεγονός ότι εκτός από μετανάστες, εξίσου Έλληνες «μας λεηλάτησαν» τα καταστήματα. Είναι ότι η προσπάθεια δαιμονομποίησης κατευθύνεται σε ένα συγκεκριμένο τμήμα των μεταναστών: Τους περισσότερο αποκλεισμένους και φτωχούς, τους νεοεισερχόμενους, τους ασιάτες και αφρικανούς, τους «τράνζιτ» που εγκλωβίζονται στην Ελλάδα αποτυγχάνοντας να συνεχίσουν προς τη δυτική Ευρώπη. Αυτή η στοχοποίηση του πιο ευάλωτου και καταπιεσμένου κομματιού των μεταναστών και προσφύγων ταυτίζεται με την πρώτη συντονισμένη προσπάθεια της άκρας δεξιάς να συγκροτηθεί κοινωνικά μέσω αντιμεταναστευτικών κινητοποιήσεων και επιτροπών πολιτών, με πρώτη την Πάτρα και τον Αγ. Παντελεήμονα.

Από αυτήν την πλευρά έρχονται ιδιαίτερα ανησυχητικά σημάδια. Στην Πάτρα για την «αποτροπή επεισοδίων» στις διαδηλώσεις που ακολούθησαν τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου, βρέθηκαν χέρι-χέρι μέλη της Χρυσής Αυγής και ΟΝΝΕΔίτες, «αγανακτισμένοι πολίτες» και «καταστηματάρχες», και μαζί τους ο Περιφερειάρχης Δυτικής Ελλάδας. Η ιδιότυπη αυτή «διαπαραταξιακή» συμμαχία έχει συγκροτηθεί τα δύο τελευταία χρόνια πάνω στις ευρείες συναινέσεις που δημιουργεί το μεταναστευτικό ζήτημα στην Πάτρα. Κατ’ αντίστοιχο τρόπο στον Άγιο Παντελεήμονα, οπού επίσης ζει κάτω από άθλιες συνθήκες σημαντικός αριθμός μεταναστών, τους τελευταίους μήνες η άκρα δεξιά επιχειρεί να κερδίσει δημοσιότητα και να παρέμβει στην τοπική κοινωνία εμφανιζόμενη ως επιτροπή πολιτών ενάντια στην υποβάθμιση της περιοχής. Δεν ήταν τυχαία τα μαχαιρώματα και οι «συλλήψεις» μεταναστών από ακροδεξιούς τις μέρες της εξέγερσης στην περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα.

Λαμβάνοντας αυτά υπόψη, το ζήτημα της μεταναστευτικής συμμετοχής στην εξέγερση του Δεκέμβρη μας ανοίγει τη δυνατότητα για μια προσέγγιση όχι μόνο της συμμετοχής των μεταναστών «μαζί μας» στους κοινωνικούς αγώνες, αλλά της ίδιας της μετανάστευσης ως φαινομένου με καθοριστική επίδραση στην σημερινή συγκυρία. Τα ίδια τα γεγονότα μας επιβάλλουν να δούμε τη μετανάστευση ως μια διαδικασία που παράγει κοινωνικά αποτελέσματα, δημιουργεί νέα υποκείμενα και αγώνες, αλλά και αποτελεί το πεδίο στο οποίο καταρχήν εφαρμόζεται το δόγμα ασφάλειας και επιβάλλονται νέες μορφές πειθάρχησης και καταστολής. Επίσης γίνεται σαφές ότι με αναφορά στη μετανάστευση επιχειρείται σήμερα να συγκροτηθεί ένας νέος χώρος κοινωνικής άκρας δεξιάς.

Σε αυτή τη συγκυρία, το μεταναστευτικό ζήτημα αποκτά κεντρική πολιτική σημασία, ιδιαίτερα, δε, κάτω από συνθήκες οικονομικής ύφεσης. Μέσα σε αυτή τη νέα κατάσταση θα δοκιμαστεί το αντιρατσιστικό κίνημα, αλλά και ολόκληρη η Αριστερά.


Πηγή: Η Εποχή - Εντός Εποχής - 37ο Φύλλο - 28/12/2008