Η ΕΙΚΟΝΑ, Ο ΛΟΓΟΣ, Η ΔΡΑΣΗ: ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΡΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΞΕΓΕΡΣΗ

της Όλγας Λαφαζάνη


Αν παρακολουθούσες από το 10ο όροφο μιας πολυκατοικίας τους δρόμους της εξέγερσης ή από τους τηλεοπτικούς δέκτες το πλήθος δεν θα μπορούσες να ξεχωρίσεις ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ταυτότητες. Αν όμως ήσουν στους δρόμους, μπορούσες να αφουγκραστείς αυτό που γινόταν. Έβλεπες δίπλα σου φοιτητές, μαθήτριες, πρόσφυγες, μετανάστριες, κόσμο «του χώρου» και ανθρώπους που δεν μπορούσες να φανταστείς να είναι δίπλα σου σε διαδήλωση, ανθρώπους κάθε ηλικίας. Ένα πλήθος που δεν θύμιζε τίποτα από όσα έχουμε ζήσει στην Ελλάδα, ένα πλήθος που εντέλει, όπως πάντα στους δρόμους, γινόταν πάλι ένα, δενόταν με αλληλεγγύη και συντροφικότητα.
Πρόσφυγες και μετανάστες/ριες ήταν εκεί, κάθε στιγμή: στις διαδηλώσεις, στο Πολυτεχνείο, στα μαθητικά μπλοκ, στα πεζοδρόμια, στα σπασμένα μαγαζιά. Το κομμάτι της κοινωνίας που είναι το πιο καταπιεσμένο, που έχει βιώσει την αστυνομική βία και καταστολή στην καθημερινότητά του, σε όλες τις εκφάνσεις της –από τους ελέγχους στο δρόμο μέχρι τις απελάσεις στα σύνορα, από την κρατική ασυδοσία και γραφειοκρατία μέχρι τους θανάτους στο Αιγαίο- ήταν εκεί. Άλλωστε δεν έχει και πολλά να χάσει. Γιατί αυτές οι μέρες ήταν του Αλέξη αλλά και όλων αυτών που ζουν στην ανασφάλεια και το φόβο, όλων αυτών που θεωρούν πως τα πράγματα πρέπει να αλλάξουν.
Οι μετανάστες/ριες δεύτερης γενιάς ήταν στους δρόμους, μαζί με τους συμμαθητές/ριες τους με τους οποίους δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν: ζουν στην ίδια γειτονιά, κάθονται στα ίδια θρανία, έχουν τα ίδια όνειρα. Η δεύτερη γενιά που πλέον δεν φοβάται, δεν σκύβει το κεφάλι: είναι τμήμα αυτής της κοινωνίας και διεκδικεί τα δικαιώματά της με αυθορμητισμό και φαντασία. Και στους δρόμους όλοι και όλες ήμασταν ίσοι, η πόλη ήταν δική μας: πειθαρχία τέλος, ζωή μαγική!
Όταν, βέβαια, ο φακός της τηλεόρασης έκανε ζουμ η εικόνα άλλαζε: καμιά δεκαριά μετανάστες/ριες να μπαίνουν σε ένα μαγαζί και να παίρνουν ότι έβρισκαν, εικόνα που την πρόβαλαν συνέχεια. Η στοχοποίησή τους από τα ΜΜΕ έγινε από τις πρώτες κιόλας μέρες: «πλιατσικολόγοι». Μια στοχοποίηση που ενεργοποιούσε κατευθείαν το αίσθημα ιδιοκτησίας των «νοικοκυραίων», που φαίνεται να ανησυχούν για τις περιουσίες και τις τζαμαρίες τους περισσότερο απ’ ότι για τα παιδιά τους. Το δικαίωμα στην ζωή, στην αξιοπρέπεια και το δικαίωμα στην ιδιοκτησία μπαίνουν στην ίδια ζυγαριά στον κυρίαρχο λόγο. Αυτοί που πλιατσικολογούν την δημόσια περιουσία, τα ταμεία, τις ζωές μας έχουν το θράσος να μιλούν για πλιάτσικο. Η στοχοποίηση όμως δεν έγινε μόνο σε επίπεδο εικόνας. Οι περισσότεροι συλληφθέντες είναι μετανάστες και πρόσφυγες που πιάστηκαν στους δρόμους με δυο ρολόγια ή μια ξυριστική μηχανή. Άσχετα με τις κατηγορίες, η ποινή τους θα είναι η απέλαση. Για το κράτος και τους κατασταλτικούς του μηχανισμούς είναι προφανές ότι δεν είμαστε όλοι και όλες ίσοι. Αλλά δεν σταμάτησε εκεί. Σε πρόσφατα δημοσιεύματα αναφέρεται ο όρος «λαθροτρομοκράτης» (Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 11/01/2009): δεν είναι αλήθεια πολύ πιο τρομακτικό από το σκέτο τρομοκράτης ή λαθρομετανάστης? Στο άρθρο αναφέρεται η ανησυχία της ηγεσίας του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης για τη συμμετοχή μεταναστών στον Επαναστατικό Αγώνα. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει «διατυπώθηκαν εκτιμήσεις ότι στο χώρο των μεταναστών έχουν ήδη συντελεστεί διεργασίες που οδηγούν στην ανάγκη επανεξέτασης της μεταναστευτικής πολιτικής μέσα στο γενικό πλαίσιο της δημόσιας ασφάλειας και τάξης». Η απάντηση θα είναι η γνωστή: περισσότερη καταστολή, αστυνομοκρατία, μεγαλύτερο έλεγχο της μετανάστευσης. Οι λύσεις που δίνουν είναι αυτές ακριβώς που αυξάνουν την αδικία, την καταπίεση, που γεννούν την οργή.
Για μας, τις μέρες του Δεκέμβρη αναδείχτηκε ότι οι μετανάστες και οι μετανάστριες είναι στην καρδιά των εξεγέρσεων, δεν είναι ένα παθητικό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας που υπομένει την καταπίεση, αλλά ενεργά υποκείμενα που διεκδικούν να πάρουν τις ζωές τους στα χέρια τους, όπως όλες και όλοι μας. Μας θύμισαν τις εξεγέρσεις στο L.A. το ’92, στη Γαλλία το ’05. Είχαν όμως μια ειδοποιό διαφορά: στην Ελλάδα μετανάστες και ντόπιοι εξεγέρθηκαν μαζί. Δεν ήταν μια εξέγερση των προαστίων ούτε μια εξέγερση σε μια πόλη, δεν ήταν η εξέγερση μιας κοινωνικής ομάδας. Ήταν μια εξέγερση στο κέντρο των πόλεων, από την Αλεξανδρούπολη ως τα Χανιά και από τη Μυτιλήνη ως την Κέρκυρα, ενάντια στην καταστολή και την αδικία που βιώνουμε όλοι και όλες. Πιθανόν χωρίς συγκροτημένο πολιτικό λόγο, ανάλυση και αιτήματα, υποκινούμενοι από μια καθημερινότητα που συχνά είναι αβάσταχτη, από την οργή που γεννά η αδικία. Όπως γράφτηκε και στο κείμενο του Στεκιού Αλβανών Μεταναστών: «Αυτές οι μέρες είναι για τους εκατοντάδες μετανάστες και πρόσφυγες δολοφονημένους στα σύνορα, στα τμήματα, στους χώρους εργασίας. Είναι για όσες φορές σφίξαμε τα δόντια, για τις προσβολές που ανεχτήκαμε, τις ήττες που χρεωθήκαμε. Είναι για όσες φορές δεν αντιδράσαμε ενώ είχαμε όλους τους λόγους του κόσμου. Αυτές οι μέρες είναι όλων των περιθωριακών, των αποκλεισμένων, των ανθρώπων με τα δύσκολα ονόματα και τις άγνωστες ιστορίες. Είναι για τον Γκραμόζ Παλούσι, τον Λουάν Μπερντελίμα, τον Εντισόν Γιάχαϊ, τον Τόνυ Ονόυχα, τον Αμπντουρακίμ Ιντρίζ, τον Μοντασέρ Μοχάμεντ Ασράφ και τόσους άλλους που δεν ξεχάσαμε.»


Πηγή: Δελτίο Θυέλλης